Ποια ήταν η αρχή όλων αυτών; Πώς βρισκόμαστε τώρα εδώ να μιλάμε σε μια ιστοσελίδα για το τι συνέβη που προσανατόλισε δραστικά προς άλλη κατεύθυνση τις ζωές μας;
Για κάποιους από μας, όλα ξεκίνησαν από τη συνάντηση με δύο πρόσωπα, έναν ηλικιωμένο άνδρα και μια νεαρή κοπέλα, τον Ιωάννη (1921-1995) και την Αναστασία (1963-), τα οποία παρουσίαζαν με πύρινη καρδιά την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό και με τον κάθε άνθρωπο. Ο πρώτος είχε ήδη διανύσει επί 18 έτη τα προδρομικά στάδια του προορισμού του, ως το 1981, τη χρονιά που άρχισε ο Λόγος να εκδηλώνεται από εντός του, ενώ την επόμενη χρονιά ξεκίνησε η πνευματική του συλλειτουργία με την Αναστασία. Εμείς ανήκαμε στο δεύτερο κύμα εισροής, που άρχισε μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’80, τον καιρό που οι συγκεντρώσεις γίνονταν στο σπίτι της Αναστασίας κάθε Πέμπτη.
Ερχόμασταν οι περισσότεροι από τα απόνερα της μεταπολίτευσης, την έντονη πολιτικοποίηση, τις μαζικές διαδηλώσεις και συναυλίες, τον έρωτα και την επανάσταση, τις μουσικές και τα βιβλία· ερχόμασταν από τα κινήματα κυνηγώντας το όραμα της αλλαγής του κόσμου κι ερχόμασταν και από τη μεταφυσική αναζήτηση, που είχε ήδη αρχίσει τότε να διεκδικεί ένα σεβαστό μερίδιο της νεολαίας. Όμως αυτό που ζούσαμε στις συναντήσεις της Πέμπτης δεν έμοιαζε με τίποτε απ’ ό,τι είχαμε δει στους χώρους της μεταφυσικής.
Δεν είχαμε εδώ κάποιους ειδικούς να διδάσκουν τη διαφυγή απ’ το άγχος της καθημερινότητας ή την αυτοβελτίωση ούτε κάποιους που μιλούσαν για την ειρήνη του νου, για τη συνεχή αυτοπαρατήρηση ή για τεχνικές που θα διεύρυναν την αντίληψη σε άλλα πεδία. Ούτε είχαμε να κάνουμε, απλώς, με κάποιους εμπνεόμενους.
Αρκούσε ν’ ακούσει κανείς μία φορά τα δύο αυτά πρόσωπα να εκφράζονται, για να καταλάβει ότι βρισκόταν μπροστά σε κάτι πρωτόγνωρο. Στην αρχή, έμενε έκπληκτος από το σφρίγος, τη δύναμη και τον παλμό του λόγου του Ιωάννη. Υπήρχε κάτι πύρινο στον τρόπο που απευθυνόταν στον Θεό ή στον άνθρωπο, στον τρόπο που δίδασκε, προσευχόταν ή διέχεε τη χάρη του Θεού, στον τρόπο που έκφραζε την ένωσή του με τον Λόγο, κάποιες φορές γονατιστός για ώρα πολλή.
Όμοια, ο Λόγος κυλούσε κάθε φορά από την Αναστασία, διαυγής και κρυστάλλινος, διδάσκοντας και μιλώντας για τη σχέση του με τον άνθρωπο. Καλώντας στην ένωση και εξηγώντας το θείο σχέδιο. Αναλύοντας τα στάδια της πνευματικής πορείας. Μιλώντας για τον Ιωάννη και τον προορισμό του. Φανερώνοντας τον Εαυτό του όχι μόνον ως Υιό, όπως τον παρουσίασε από τον Χριστό, αλλά και ως Μητέρα. Κι αυτό διότι είχε έρθει η ώρα για την ανθρωπότητα να κατανοήσει ότι ο Λόγος εκφράστηκε επίσης από τη Θεοτόκο, παρ’ ότι αυτό δεν είχε γίνει φανερό τότε. Και πάντα ευλογώντας τους παρευρισκόμενους με έντονες διαχύσεις φωτός και αγάπης.
Τι έβλεπε και τι βίωνε, αλήθεια, κάποιος που παρατηρούσε αυτά τα δύο πρόσωπα; Τσαλαβουτούσαμε κάθε φορά στο φως και τη χάρη. Για πολλούς υπήρχε ιδιαίτερη ψυχική ανάταση, σε κάποιους διανοιγόταν η πνευματική όραση, σε άλλους κυλούσαν εμπνεύσεις, ιδέες έρρεαν, βιώματα φωτός και αγάπης παρέχονταν. Πάνω απ’ όλα, όμως, απορροφούσαμε τις εκδηλώσεις και τις διδασκαλίες του Λόγου από τον Ιωάννη και την Αναστασία, οι οποίες θα μας συνόδευαν και θα μας τροφοδοτούσαν για όλη μας τη ζωή.